ληγατάριος

ληγατάριος
ληγατάριος και λεγατάριος, ὁ (Μ)
1. (στο Βυζάντιο) κρατικός υπάλληλος κατώτερος τού λογοθέτη τού βεστιαρίου
2. κληροδόχος, κληρονόμος
3. υπάλληλος που είχε ως καθήκοντά του την αστυνόμευση τών ξένων οι οποίοι έμεναν στην Κωνσταντινούπολη και την παρεμπόδιση τής αποθήκευσης λαθραίων εμπορευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legatarius < legatum «κληροδότημα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • даровьникъ — ДАРОВЬНИК|Ъ (2*), А с. Тот, кто принимает что л. в дар: [Д]аровникъ. рекше въземлѩи дары. не можеть чьсти взѩти. (ὁ ληγατάριος) КР 1284, 316б; И дворъ. аще бѹде(т) оставленъ въ даръ. и погорить. и въземлеть даровьникъ землю. Там же …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λεγατάριος — λεγατάριος, ὁ (M) βλ. ληγατάριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”