- ληγατάριος
- ληγατάριος και λεγατάριος, ὁ (Μ)1. (στο Βυζάντιο) κρατικός υπάλληλος κατώτερος τού λογοθέτη τού βεστιαρίου2. κληροδόχος, κληρονόμος3. υπάλληλος που είχε ως καθήκοντά του την αστυνόμευση τών ξένων οι οποίοι έμεναν στην Κωνσταντινούπολη και την παρεμπόδιση τής αποθήκευσης λαθραίων εμπορευμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legatarius < legatum «κληροδότημα»].
Dictionary of Greek. 2013.